- βωμός
- Τράπεζα επάνω στην οποία τοποθετούνταν οι προσφορές ή γίνονταν θυσίες στις θεότητες.
Η αρχή του β. ανάγεται στους προϊστορικούς χρόνους. Σε πολλά μέρη βρέθηκαν πέτρες που χρονολογούνται από την τελευταία φάση της νεολιθικής εποχής, με κοιλότητες λαξευμένες στην επάνω πλευρά για την τοποθέτηση των προσφορών. Οι πέτρες αυτές μπορούν να θεωρηθούν οι πιο πρωτόγονες μορφές β.
Οι β. της αρχαίας Αιγύπτου και των πολιτισμών της Πρόσω Ασίας φανερώνουν με τα σχήματα και τις διαστάσεις τους την καταγωγή τους από τα κοινά τραπέζια του φαγητού. Ήταν γενικά τετράγωνες ή στρογγυλές πλάκες, πέτρινες, κεραμικές ή ξύλινες, τοποθετημένες αρχικά κατευθείαν επάνω στο έδαφος και αργότερα στηριγμένες σε ένα ή τέσσερα πόδια. Στα ερείπια των αρχαίων βαβυλωνιακών πόλεων βρέθηκαν κυβικοί β., κατασκευασμένοι με πλίνθους αποξηραμένες στον ήλιο. Κυβικοί και συμπαγείς ήταν επίσης συχνά και οι αιγυπτιακοί β. από γρανίτη ή βασάλτη, είχαν όμως κάποτε και σχήμα κόλουρου κώνου. Πήλινοι ή από απελέκητες πέτρες για να μη μολυνθούν από την επαφή με σιδερένια εργαλεία θα πρέπει να ήταν, σύμφωνα με τον μωσαϊκό νόμο (Έξοδος κ’ 24-25), οι παλαιότεροι εβραϊκοί β. Όπως αναφέρεται στην Αγία Γραφή (Έξοδος κζ’ 1-8, λ’ 1-5), οι Εβραίοι χρησιμοποιούσαν και μικρότερους φορητούς β., επεξεργασμένους, ξύλινους, με επένδυση χαλκού ή καθαρού χρυσού και με προεξοχές στις τέσσερις γωνίες σε σχήμα κεράτων. Η προέλευση αυτών των κεράτων δεν είναι γνωστή. Υπήρχαν στους β. των λαών της Παλαιστίνης πριν την κατακτήσουν οι Εβραίοι, όπως και στην κρητομυκηναϊκή εποχή, στους ελληνικούς και τους ρωμαϊκούς χρόνους.
Στην αρχαία Ελλάδα ο β., ευρύτατα διαδεδομένος, ήταν συνυφασμένος με τη λατρεία των θεών, των ηρώων και των νεκρών. Β. υπήρχαν σχεδόν παντού, στο εσωτερικό των ναών για την τέλεση των αναίμακτων θυσιών και ονομάζονταν θυμιατήρια, έξω από τους ναούς για τη θανάτωση και την καύση των ζώων, των ιερείων, στα δημόσια κτίρια και σε όλες τις κατοικίες. Τον 5o αι. π.Χ. η Αθήνα αριθμούσε περισσότερους από εκατό δημόσιους β. Το σχήμα τους ήταν γενικά τετράγωνο, πολυγωνικό, συχνά εξάγωνο ή κυλινδρικό.
Χτιστοί με απλές γυμνές πέτρες ή με πλίνθους επιχρισμένες στα παλαιότερα χρόνια, έγιναν αργότερα μαρμάρινοι και απέκτησαν ποικίλες ανάγλυφες διακοσμήσεις, με ζώνες από άνθη και καρπούς, υποβασταζόμενες συνήθως από τέσσερα βούκρανα και με άλλα μοτίβα ανάλογα με την εξέλιξη της ελληνικής γλυπτικής. Σε ορισμένα ιερά οι β. κατασκευάζονταν από την τέφρα των ιερειών, όπως ο μεγάλος β. του Δία στην Ολυμπία. Στους ελληνιστικούς χρόνους οι β. απέκτησαν μνημειακές διαστάσεις. Περίφημος ήταν ο β. της Περγάμου (2ος αι. π.Χ.), αφιερωμένος στον Δία Σωτήρα και τοποθετημένος επάνω σε ψηλό κρηπίδωμα 37,50 x 34,50 μ., διακοσμημένο στη βάση με τη μεγάλη ανάγλυφη ζωφόρο της γιγαντομαχίας. Πολλά τμήματά της βρίσκονται σήμερα στο Βερολίνο, στο μουσείο του αυτοκράτορα Φρειδερίκου.
Στη ρωμαϊκή εποχή οι β. διακρίνονταν επίσης σε δημόσιους και οικιακούς, και παρουσίαζαν ποικιλία σχημάτων, διαστάσεων και διακοσμήσεων. Το σημαντικότερο δείγμα ρωμαϊκού μνημειακού β. είναι ο Β. της Ειρήνης (Ara Pacis) που ιδρύθηκε στη Ρώμη μεταξύ 13 και 9 π.Χ. για να θυμίζει την ειρήνευση της αυτοκρατορίας από τον Αύγουστο. Ο κυρίως β. περιβαλλόταν από μαρμάρινο κιγκλίδωμα με δύο θύρες. Το μνημείο αναστηλώθηκε κοντά στον Τίβερη κατά το μεγαλύτερο μέρος με τα αρχικά του ανάγλυφα.
Σε αντιδιαστολή με τον ειδωλολατρικό, ο β. των χριστιανικών ναών ονομάζεται θυσιαστήριο ή Αγία Τράπεζα και χρησιμεύει για την τέλεση του μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας. Τα παλαιότερα χριστιανικά θυσιαστήρια ήταν κινητά ξύλινα τραπέζια με ένα ή περισσότερα στηρίγματα. Επικρατεί η γνώμη ότι η αρχή τους πρέπει να αναζητηθεί στην τέλεση του μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας από τους αποστόλους κατά τη διάρκεια δείπνων και στα τραπέζια των αγαπών, των συνεστιάσεων των πιστών, γι’ αυτό και δεν ήταν τοποθετημένα σε μία μόνιμη θέση ούτε εξυπηρετούσαν έναν μοναδικό σκοπό αλλά τις εκάστοτε ανάγκες της λατρείας. Όταν αργότερα ορίστηκε να παραμένει η Αγία Τράπεζα ακίνητη, κατασκευαζόταν από διαρκέστερα υλικά, όπως η πέτρα ή το μάρμαρο, αλλά διατήρησε σε πολλές περιπτώσεις την αρχική μορφή του τραπεζιού και καλυπτόταν από λευκό λινό ύφασμα, τη σινδόνα, σε ανάμνηση εκείνης με την οποία ο Ιωσήφ ο από Αριμαθείας τύλιξε το σώμα του Ιησού. Τα χριστιανικά θυσιαστήρια είχαν ακόμα και σχήμα ορθογώνιου κιβωτίου (βασιλική των Στόβων της Μακεδονίας) ή κορμού κίονα (βασιλικές Λέσβου, Δωδώνης) ή ήταν χτιστά συμπαγή (βασιλική Θάσου), γενικά όμως η Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία χρησιμοποιεί το αρχαιότερο σχήμα του τραπεζιού. Από τα τέλη του 4ου αι. επικράτησε η συνήθεια της κατάθεσης, της τοποθέτησης δηλαδή κάτω από την πλάκα, όπου στηριζόταν η Αγία Τράπεζα, ενός κιβωτίου με λείψανα μαρτύρων, συνήθως σε ένα σταυρικό όρυγμα, το χωνείον ή θαλασσίδιον. Την ίδια εποχή τοποθετήθηκε και το κιβώριον ή κουβούκλιον, είδος ουρανού υποβασταζόμενου από τέσσερις κίονες (δείγματα υπάρχουν στην Καταπολιανή της Πάρου και στον ναό της Κοίμησης της Καλαμπάκας) που συμπλήρωσετη μνημειακή και συμβολική εμφάνιση των παλαιοχριστιανικών Αγίων Τραπεζών. Η διακόσμηση των θυσιαστηρίων, ενώ αρχικά ήταν απλή, με λίγες γλυφές ή εγχάρακτες επιγραφές, έγινε με τον καιρό πιο πολύπλοκη και πολύτιμη, και απέκτησε αξία όχι μόνο καλλιτεχνική αλλά και υλική. Μεγάλη εξέλιξη είχαν από αυτή την πλευρά τα θυσιαστήρια των εκκλησιών της Δύσης. Περίφημη είναι η Αγία Τράπεζα του Αγίου Αμβροσίου στο Μιλάνο, έργο του χρυσοχόου Βουολβίνιο (9ος αι.), κατασκευασμένη από φύλλα χρυσού και αργύρου, με παραστάσεις σφυρήλατες ή χυμευτές, και στολισμένη με πολύτιμες πέτρες. Άλλοτε πάλι η διακόσμηση περιοριζόταν στην επικάλυψη της πρόσθιας όψης του θυσιαστηρίου με κεντημένο ύφασμα, με ξύλο, με σκαλισμένο ελεφαντοστό ή με σφυρήλατο μέταλλο ονομαζόμενο paliotto.
Στα παλαιότερα χρόνια δεν υπήρχε παρά μόνο μία Αγία Τράπεζα σε κάθε ναό. Η εγκαθίδρυση περισσότερων θυσιαστηρίων στην ίδια εκκλησία προέρχεται από τη Δύση και η επέκτασή της στις εκκλησίες της Ανατολής πήρε τη μορφή των παρεκκλησίων μέσα στον ίδιο ναό. Ενώ στην Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία η Αγία Τράπεζα παραμένει στο κέντρο του Αγίου Βήματος ώστε να μπορούν οι λειτουργοί να κυκλοφορούν γύρω της, στην καθολική Δύση το κύριο θυσιαστήριο εντοιχίστηκε στην κόγχη του ιερού και τα δευτερεύοντα θυσιαστήρια στους πλευρικούς τοίχους του ναού που απέκτησαν για τον λόγο αυτό πιο φροντισμένη διακόσμηση. Από την υστερογοτθική περίοδο άρχισαν να τοποθετούνται, πίσω από τα θυσιαστήρια, παραπετάσματα από πολύτιμα υφάσματα και πολύπτυχα συχνά μνημειακής κατασκευής και εμπλουτισμένα με ζωγραφικές και γλυπτικές διακοσμήσεις. Τα λαμπρότερα δείγματα πολύπτυχων ανήκουν στην εποχή του μπαρόκ, όταν ενσωματώθηκαν και αποτέλεσαν ενιαίο σύνολο με το θυσιαστήριο. Από τις πιο φημισμένες Άγιες Τράπεζες του τύπου αυτού είναι του αγίου Λουδοβίκου και του αγίου Ιγνατίου στην εκκλησία του Αγίου Ιγνατίου της Ρώμης.
Στη Γαλλία, κατά την Επανάσταση, συνήθιζαν να ιδρύουν στις δημόσιες πλατείες έναν β. της Πατρίδας, όπως ονομαζόταν, αφιερωμένο στην πατρίδα και τις επαναστατικές αρχές.
Αρχαίος ελληνικός βωμός δωρικού τύπου, που χρονολογείται γύρω στα 210 π.Χ., όπως προκύπτει από την επιγραφή που είναι χαραγμένη στη μία πλευρά του.
Ρωμαϊκός βωμός του 2ου αι. π.Χ. (Μουσείο των Θερμών, Ρώμη).
Βωμός μπαρόκ της εκκλησίας του Σεγκοντσάνο, στην επαρχία Τρέντο της Ιταλίας.
Ο «Βωμός της Ειρήνης», μαρμάρινος βωμός (9 π.Χ.), αφιερωμένος από τη ρωμαϊκή Σύγκλητο στην ειρήνη του Αυγούστου.
* * *ο (AM βωμός)1. τετράγωνο ή παραλληλεπίπεδο χαμηλό κτίσμα με βάση και βαθμίδες, το οποίο χρησιμοποιείται ως θυσιαστήριο2. βωμός αφιερωμένος σε θεότητα ή προσωπικότητα σε ανάμνηση ευεργεσίας3. η Αγία Τράπεζα των χριστιανικών ναώννεοελλ.1. ο ιερός σκοπός για τον οποίο θυσιάζεται κάποιος («στον βωμό της πατρίδας»)αρχ.βάση, βάθρο αγάλματος.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με τα βαίνω, έβην, βάσις και αποτελεί ετεροιωμένη βαθμίδα της ρίζα *gwᾱ-. Σημασιολογικά συγγενεύει με τη λ. θυσιαστήριο «το μέρος όπου τελείται η θυσία», ειδικότερα «η Αγία Τράπεζα των χριστιανικών ναών» (πρβλ. λατ. ara «βωμός, θυσιαστήριο»).ΠΑΡ. αρχ. βώμαξ, βωμιαίος, βώμιος, βωμίςμσν.βώμαξ.ΣΥΝΘ. (Α συνθετικό) βωμολόχοςαρχ.βωμοειδής. (Β' συνθετικό) αρχ. δωδεκάβωμος, ομόβωμος, πολυβωμος, ρυσίβωμος, σύμβωμος, τρίβωμος].
Dictionary of Greek. 2013.